- αμπελίδα
- αμπελίνα η1) ползучее растение (растущее на виноградниках); 2) πλ. см. αμπελοειδή
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμπελίδα — Πτηνό της οικογένειας των αμπελιδών, της τάξης των στρουθιομόρφων, που ζει σε μικρές ομάδες στις δασώδεις περιοχές των βόρειων χωρών της Ευρώπης και της Ασίας. Επιστημονικά λέγεται αμπελίς ή βομβυκίλλη η φλύαρος.Στο κεφάλι της έχει ένα… … Dictionary of Greek